- μετέλευσις
- μετέλευσιςsequencefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετέλευσις — μετέλευσις, ἡ (Α) 1. διαδοχική παρέλευση, διαδοχή 2. (στην ιατρική) αλλαγή θεραπείας 3. καταδίωξη ή τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἔλευσις «ερχομός»] … Dictionary of Greek
μετέλευσιν — μετέλευσις sequence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετελεύσεως — μετελεύσεω̆ς , μετέλευσις sequence fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετελεύσῃ — μεθαιρέω catch in turn fut part act fem dat sg (ionic) μετελεύσηι , μετέλευσις sequence fem dat sg (epic) μετέρχομαι come fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)